ξανθοπώγων
Смотреть что такое "ξανθοπώγων" в других словарях:
ξανθοπώγων — ο (Μ ξανθοπώγων, ωνος) αυτός που έχει ξανθά γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. λευκο πώγων)] … Dictionary of Greek
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek