ξανθοπώγων

ξανθοπώγων
(-ωνος) ο см. ξανθογένειος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξανθοπώγων" в других словарях:

  • ξανθοπώγων — ο (Μ ξανθοπώγων, ωνος) αυτός που έχει ξανθά γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. λευκο πώγων)] …   Dictionary of Greek

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»